- αγκυρωτός
- -ή, -όαγκυροειδής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀγκυρωτός — bent like an anchor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκυρωτός — ή, ό (Α ἀγκυρωτός, ή, όν) [ἄγκυρα] κυρτός, κυρτωμένος σε σχήμα άγκυρας … Dictionary of Greek
ἀγκυρωτῶν — ἀγκυρωτός bent like an anchor fem gen pl ἀγκυρωτός bent like an anchor masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυρωτόν — ἀγκυρωτός bent like an anchor masc acc sg ἀγκυρωτός bent like an anchor neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυρωτοί — ἀγκυρωτός bent like an anchor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυρωτοῦ — ἀγκυρωτός bent like an anchor masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυρωτῷ — ἀγκυρωτός bent like an anchor masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
Επιφάνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου (315; – 401). Φημιζόταν για τη γλωσσομάθεια και την ευρυμάθειά του καθώς και για τις επισκέψεις του σε πολλούς ξένους τόπους. Σε νεαρή ηλικία ασκήτεψε στην Αίγυπτο. Μετά… … Dictionary of Greek